φωτοτσιγκογραφία — η μέθοδος κατασκευής κλισέ σε πλάκες ψευδάργυρου (τσίγκου) με φωτομηχανικές μεθόδους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοτσιγκογράφος — και φωτοζιγκογράφος, ο, Ν τεχνίτης ειδικευμένος στην φωτοτσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτοτσιγκογραφία*] … Dictionary of Greek
φωτοψευδαργυρογραφία — η, Ν η φωτοτσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. photozincography (βλ. λ. φωτοτσιγκογραφία) με απόδοση τού αγγλ. zinc με το ελλ. ψευδάργυρος] … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek
φωτοζιγκογραφία — η, Ν βλ. φωτοτσιγκογραφία … Dictionary of Greek
φωτοτσιγκογράφος — ο τεχνίτης ειδικός στη φωτοτσιγκογραφία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοτσιγκογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοτσιγκογραφία ή το φωτοτσιγκογράφο (βλ. λ.): Φωτοτσιγκογραφική μέθοδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοψευδαργυρογραφία — η η φωτοτσιγκογραφία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)